-
1 Lower
adj.Inferior: P. and V. ἥσσων, χείρων.Lower than, inferior to: P. and V. ἥσσων (gen.), χείρων (gen.), ὕστερος (gen.).The Lower World: P. and V. οἱ κάτω, οἱ κάτωθεν, V. οἱ ἔνερθε, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ νέρτεροι, οἱ κατὰ χθονός.The place where the dead go: P. and V. ᾍδης, ὁ.——————adv.Further down: Ar. κατωτέρω.——————v. trans.Lessen: P. ἐλασσοῦν.Impair: P. and V. βλάπτειν, διαφθείρειν.Disgrace: P. and V. αἰσχύνειν, καταισχύνειςLower your voices: Ar. ὕφεσθε τοῦ τόνου (Vesp. 337).Lower your tone: met., V. ἄνες ( 2nd aor. imper. act. of ἀνιέναι), λόγον (Eur., Hel. 442).In time of trouble methinks I should voyage with lowered sails (met.), V. ἐν κακοῖς μοι πλεῖν ὑφειμένῃ δοκεῖ (Soph., El. 335).Lower oneself, let oneself down: P. and V. καθιέναι ἑαυτόν, P. συγκαθιέναι ἑαυτόν, Ar. καθιμᾶν ἑαυτόν.met., condescend: P. συγκαθιέναι.V. intrans. Impend: P. and V. ἐφίστασθαι, P. ἐπικρέμασθαι, ἐπηρτῆσθαι (perf. pass. of ἐπαρτᾶν).Frown: Ar. ὀφρῦς συνάγειν, V. ὄμματα συννεφεῖν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lower
См. также в других словарях:
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek